Το Καπανδρίτι πιθανότατα να είναι ίσως το μοναδικό Αρβανιτοχώρι που αγκάλιασε τους πρόσφυγες!!!!!!!!!!!!!Μισαλλοδοξίες δεν είναι ανεκτές απο κανένα.
Χωρίς σχολιασμό, διαβάστε ένα εκτενές απόσπασμα από την αποκαλυπτική έρευνα του Ιού της Ελευθεροτυπίας που είχε δημοσιευτεί στις 24/1/2010.
Οσο κι αν εξακολουθούν κάποιοι να εθελοτυφλούν, εδώ και δυο περίπου δεκαετίες ζούμε μια ιστορική -και μη αναστρέψιμη- μεταβολή στη σύνθεση του ελλαδικού πληθυσμού. Της εργατικής κυρίως τάξης της χώρας, με τη διαμόρφωση ενός πολυεθνικού «μητροπολιτικού» προλεταριάτου, αλλά και των μικροαστικών στρωμάτων, όπου με το πέρασμα του χρόνουν εντάσσονται οι πιο «τακτοποιημένοι» απ’ τους μετανάστες της προηγούμενης φάσης. Ουσιαστικά βρισκόμαστε μπροστά στην τρίτη μεγάλη τομή της ιστορίας του ελληνικού κράτους:
* Η πρώτη τομή ήρθε με την επανάσταση του 1821 και τη συγκρότηση εθνικού κράτους. Το τελευταίο περιέλαβε ως Ελληνες, με φαντασιακή καταγωγή από τον Περικλή ή τον Επαμεινώνδα, ακόμη και τους απογόνους των αλβανών μεταναστών του ύστερου μεσαίωνα που αποτελούσαν το ένα τέταρτο περίπου του αρχικού πληθυσμού του. Πρώτους και καλύτερους μάλιστα, αφού αυτό που τους έδινε κάθε δικαίωμα στην ελληνικότητα ήταν η μαζική συμμετοχή τους (και συχνά ο ηγετικός ρόλος τους) στο επαναστατικό έπος της «παλιγγενεσίας».
* Η δεύτερη μεγάλη τομή σημειώθηκε μεταξύ 1912 και 1925. Τότε που η Ελλάδα διπλασιάστηκε, περιλαμβάνοντας στους κόλπους τις κάμποσες ακόμη εκατοντάδες χιλιάδες αλλόγλωσσων πληθυσμών, η γλωσσική κι εθνική αφομοίωση των οποίων συντελέστηκε πολύ πιο τραυματικά (και συχνά βίαια) τις επόμενες δεκαετίες. Την ίδια εποχή, ενάμιση εκατομμύριο πρόσφυγες από τα Βαλκάνια, τη Μικρασία και τον Πόντο, κατά τεκμήριο Ελληνες αλλά πολλοί απ’ αυτούς μη ελληνόφωνοι, κατέκλυσαν την εθνική επικράτεια κυνηγημένοι από κύματα εθνοκαθάρσεων κι ανέτρεψαν για πάντα τα δεδομένα της «μικράς πλην εντίμου» παλιάς Ελλάδας.
Αντιμέτωποι με το διάχυτο ρατσισμό μιας μεγάλης μερίδας της «γηγενούς» κοινωνίας (απείρως μεγαλύτερης απ’ ό,τι ομολογούν σήμερα οι «εθνικά ορθές» αφηγήσεις), δαιμονοποιημένοι συχνά σαν αιτία κάθε κακού (από την οικονομική δυσπραγία του μεσοπολεμικού δημοσίου που «τους φορτώθηκε» ή την «έκρηξη της εγκληματικότητας», μέχρι την αυξημένη ανεργία των ντόπιων, το ρόλο τους σα φτηνός «εφεδρικός στρατός» στη διάθεση των εργοδοτών ή σαν όργανα νοθείας των εκλογών, ακόμη και σαν παρακρατικοί τραμπούκοι), οι πρόσφυγες αυτοί εντάχθηκαν τελικά ισότιμα στην ελληνική κοινωνία μέσα από μια διαδικασία επίπονη και γεμάτη συγκρούσεις.
Ο καθοριστικός μηχανισμός που έκανε δυνατή μεσοπρόσθεσμα αυτή την ενσωμάτωση, υπήρξε η θεσμική αναγνώριση των προσφύγων ως ελλήνων πολιτών κι εκλογέων. Αναγνώριση που δεν θεωρήθηκε καθόλου αυτονόητη εκείνα τα χρόνια, όταν ένα μεγάλο τμήμα τόσο των γηγενών όσο και των προσφύγων θεωρούσε πιθανή την «παλιννόστησή» τους στις χαμένες «πραγματικές» τους πατρίδες. Για τη συνειδητοποίηση του μόνιμου χαρακτήρα της αλλαγής χρειάστηκε παραπάνω από μια δεκαετία. Η τελική δε υπέρβαση του χάσματος ολοκληρώθηκε μόλις στα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης, με τη σφυρηλάτηση αγωνιστικών δεσμών και τη χάραξη νέων -πολιτικότερων- διαχωριστικών γραμμών στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας.
Ξαναπαιγμένο έργο
Ξεχασμένη σχεδόν ολοκληρωτικά σήμερα, η αντιπροσφυγική πολιτική φιλολογία (κι επιχειρηματολογία) του Μεσοπολέμου παρουσιάζει εξαιρετικές ομοιότητες με τις σημερινές ρατσιστικές καμπάνιες ενάντια στην «αλλοίωση της εθνικής μας ταυτότητας».
Οσο κι αν -στον επίσημο τουλάχιστον λόγο- η ελληνικότητα των προσφύγων αυτή καθεαυτή δεν αμφισβητείται, τα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά που αποδίδονται στη συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα ουσιαστικά την αναιρούν: οι πρόσφυγες κι οι συνοικισμοί τους περιγράφονται σαν κάτι ολοκληρωτικά ξένο από την «αυθεντικά ελληνική» κοινωνία των γηγενών, σαν «εισβολείς» που έχουν έρθει να καταστρέψουν τον «ελληνικό τρόπο ζωής» της παραδοσιακής «μικράς πλην εντίμου» Ελλάδας.
Η ξενοφωνία πολλών απ’ αυτούς, η συσπείρωσή τους σε εθνοτοπική βάση, η εσωστρέφεια κι η αμυντική περιχαράκωσή τους απέναντι στους γηγενείς, η «διπροσωπία» και «ιδιοτέλειά» τους απέναντι στους φορείς δημόσιας εξουσίας και πλούτου (έστω και με τα δικά τους μέτρα), η εξάρτησή τους από την πολιτική εξουσία, χαρακτηριστικά απολύτως φυσιολογικά για μια ξεριζωμένη κοινότητα, αντιπαραβάλλονται διαρκώς με το «ήθος», τη «λεβεντιά» και την «ευθυκρισία» μιας κοινωνίας που έφυγε μεν ανεπιστρεπτί αλλά δεν παύει να έχει νοσταλγούς.
«Επαγγελματίες ψηφοφόροι»
Ενα πρώτο πράγμα που τους χρεώνεται σε πολιτικό επίπεδο, είναι ότι η ψήφος τους νοθεύει την πραγματική βούληση του εκλογικού σώματος.
«Οι πρόσφυγες ελθόντες ενταύθα θύματα μιας τραγικής καταστροφής», διαβάζουμε π.χ. σε προεκλογικό κύριο άρθρο του «Εμπρός» (14.9.1928), «δεν εδιδάχθησαν πως πρέπει να έχουν και αυτοί γνώμην επί των κοινών, εκλέγοντες ομού μετά των άλλων τους ανθρώπους οι οποίοι θα τους διοικούν, αλλά πώς να νοθεύουν την γνώμην των άλλων. Δεν εδιδάχθησαν πώς να ψηφίζουν ως ελεύθεροι πολίται, αλλά πώς να αλλοιώνουν την ψήφον των άλλων».
Η ίδια εφημερίδα αντιπαραβάλλει «πρόσφυγες» κι «ελληνικό λαό», ως διαφορετικές -κι αντίπαλες- κατηγορίες: οι βενιζελικοί, διακηρύσσει, «γνωρίζουν ότι ο ελληνικός λαός τους θεωρεί πραγματικούς εχθρούς του, χυδαίους απατεώνας και αγύρτας και ουδέποτε θα εκδηλώση προς αυτούς την εμπιστοσύνην του, δια τούτο δε στηρίζουν τας ελπίδας τους μόνον εις τους ευνοηθέντας υπό της τύχης και της ιδικής μας νομιμότητος πρόσφυγας» (5.8.1928).
Οσο για τη «νοθεία», αυτή μπορεί να γίνεται έμμεσα και νόμιμα, με την επιλεκτική προσφυγική εγκατάσταση στις περιφέρειες αντιβενιζελικών αστικών κέντρων ή με το σχεδιασμό των εκλογικών περιφερειών έτσι ώστε να αυξάνεται η βαρύτητα της προσφυγικής ψήφου (γεγονότα ιστορικά πιστοποιημένα), η όλη συζήτηση όμως επικεντρώνεται στην υποτιθέμενη διπλοψηφία των βενιζελικών προσφύγων σε βάρος των αντιβενιζελικών γηγενών.
«Εξήκοντα χιλιάδες ανύπαρκτοι πρόσφυγες εψήφισαν κατά τας εκλογάς του 1926», διαβάζουμε π.χ. σε προεκλογικό πρωτοσέλιδο της έγκυρης «Καθημερινής» (13.7.1928). «Αι πλεονάζουσαι αυταί ψήφοι προήρχοντο εκ των διαθετόντων διπλά και τριπλά εκλογικά βιβλιάρια».
Πιο εύγλωττο είναι το κύριο άρθρο της ίδιας εφημερίδας με το χαρακτηριστικό τίτλο «Και πάλιν ο ‘λεπρός’» (14.7.28), όπου κάποιος φανταστικός ανώνυμος πρόσφυγας εξηγεί στους αντιβενιζελικούς το μάταιο της προεκλογικής τους καμπάνιας:
«Αισθάνομαι την ανάγκην να κάμω και πάλιν μίαν προδοσίαν. Εγώ ο πρόσφυξ, ο χθεσινός πολίτης του Ελληνικού Κράτους, τολμώ να σας δώσω αυτήν την συμβουλήν εις σας τους γηγενείς, οι οποίοι υποτίθεται ότι ξεύρετε καλά, καλύτερα από μάς, τα πολιτικά πράγματα της πατρίδος μας. Σας συμβουλεύω λοιπόν ν’ απόσχετε από τας εκλογάς.
Δεν πρέπει να έχετε την εσφαλμένην ιδέαν ότι ημείς οι πρόσφυγες είμεθα σύμμαχοι του βενιζελισμού. Δεν είμεθα καν ελεύθεροι πολίται. Είμεθα αιχμάλωτοι του βενιζελισμού.
Ηρθαμε κατεστραμμένοι, απηλπισμένοι, γυμνοί και πεινασμένοι από τον τόπον μας και ευρήκαμεν εδώ μίαν Επανάστασιν η οποία είχεν επικρατήσει. Η Επανάστασις ήτο βενιζελική και σεις είσθε οι εχθροί της. Ητο λοιπόν λογικόν να μας αγκαλιάση η Επανάστασις, να μας βοηθήση, να μας πληρώση και να μας στήση απέναντί σας δια να παριστάνωμεν τον λαόν.
Τώρα μας άγει και μας φέρει. Μας πληρώνει, μας υποστηρίζει, μας συγκρατεί, διότι ημείς είμεθα ο λαός του. Και ημείς μένομεν δίπλα του, διότι αυτός είναι ο προστάτης μας, αφού αυτός επικρατεί πάντοτε.
Δεν θα εκπλαγήτε βεβαίως αν σας ειπώ ότι ο κάθε πρόσφυξ έχει εφοδιασθή με τριπλά και τετραπλά βιβλιάρια, ότι θα έχη εις τα χέρια του τριπλά και τετραπλά ψηφοδέλτια, δια να μη σας είπω περισσότερα. Αυτό είναι το κύριον επάγγελμά μας. Ο κάθε πρόσφυξ έχει βεβαίως ένα δεύτερον επάγγελμα, αλλά το κύριον επάγγελμά του, αυτό από το οποίον αποζή, αυτό που αποτελεί την υπόστασίν του, είναι ψηφοφόρος του βενιζελισμού».
«Θα μας πάρουν τα σπίτια»
Το νόμισμα έχει, ωστόσο, και μια άλλη πλευρά. Για την αντιβενιζελική προπαγάνδα, ο κομματικός εχθρός ταυτίζεται με τον «εθνοτικό». Με τελικό διακύβευμα, τη ζωή και την περιουσία των ντόπιων Ελλήνων που εποφθαλμιούν οι «εισβολείς».
«Ητο επόμενον», αποφαίνεται π.χ. το «Σκριπ» (31.7.28), «ο Βενιζέλος να γίνη υποτελής εις τους πρόσφυγας. Ο μέγας αρχηγός κατήντησε να αναγνωρίζη ως αρχηγόν τον κύριον εις ίδην και όγλου».
«Οι γηγενείς είτε βενιζελικοί είναι είτε αντιβενιζελικοί είτε δημοκράται ή βασιλόφρονες πρέπει να γνωρίζουν ένα και το αυτό», διακηρύσσει πάλι χαρακτηριστικά η «Καθημερινή» (20.7.1928). «Οτι εφ’ όσον ψηφίζουν Βενιζέλον, ψηφίζουν κατ’ ανάγκην πρόσφυγας και εφ’ όσον ψηφίζουν πρόσφυγας ψηφίζουν την αρπαγήν και την απώλειαν της αγροτικής χθές, της κτηματικής σήμερον, της αστικής αύριον περιουσίας των. Οι ατυχείς πρόσφυγες κατά τούτο δεν πταίουν. Διότι κατεστράφησαν και θέλουν να ζήσουν, οπωασδήποτε, είτε εις βάρος του ενός είτε εις βάρος του άλλου. Ημείς όμως, οι γηγενείς, τι πταίομεν;… Διατί να υφιστάμεθα την υπέρ των προσφύγων καθολικήν αυτήν απαλλοτρίωσιν της Ελλάδος;»
Η ίδια γραμμή αναλύεται, με μεγαλύτερη σαφήνεια, και στο κύριο άρθρο της επομένης:
«Δεν κινδυνεύει εκ της ενδεχομένης επικρατήσεως του βενιζελισμού μόνον το πολιτικόν καθεστώς. Εγκαθισταμένης της πολιτικής Δικτατορίας του βενιζελισμού εν Ελλάδι, θα έχωμεν αναποτρέπτως ανάλογον προς αυτήν οικονομικήν δικτατορίαν ασκουμένην εις βάρος των γηγενών κατοίκων της χώρας. Στηριζόμενος σχεδόν αποκλειστικώς επί των προσφύγων ο βενιζελισμός, διαθέτων ως μόνην σχεδόν εκλογικήν δύναμιν τα δεκαπλά κατ’ άτομον εκλογικά βιβλιάρια των προσφύγων, βασίζων επί του προσφυγικού κόσμου την πολιτικήν του υπόστασιν, οφείλει κατ’ ανάγκην να προσοικειωθή τα συμφέροντα των οπαδών του και να ικανοποιήση αυτά καθ’ όλην την δυνατήν κλίμακα».
«Αλλά τα συμφέροντα των προσφύγων, κατά μοιραίαν τραγικήν δυσμένειαν, είναι ως γνωστόν τελείως αντίθετα προς τα συμφέροντα των γηγενών. Το Κράτος αφ’ ενός μεν βρίσκεται εις αθλιεστάτην κατάστασιν, την οποίαν γνωρίζομεν -φευ- πάντες, και αφ’ ετέρου η ανάγκη της αποκαταστάσεως και αποζημιώσεως των προσφύγων καθίσταται ημέρα τη ημέρα μάλλον επιτακτική. Τι θα συμβή άρα; Ο Βενιζελισμός, ευρισκόμενος προ τραγικού διλήμματος, θα στραφή κατά της περιουσίας των γηγενών και θέτων επ’ αυτής βαρείαν την χείραν, θα διαμοιράση αυτήν εις τους πρόσφυγας. Αι οικίαι και τα αστικά εν γένει κτήματα των γηγενών θα καταστούν βορά των προσφύγων.
Ζαΐμη πρωθυπουργούντος, Τουρκοβασίλη ιθύνοντος τα της Δικαιοσύνης, ο παρακαθήμενος αυτούς Κύρκος ήρξατο του έργου της αρπαγής. Αρχήν ποιούμενος απαλλοτριώσεως των αστικών κτημάτων των γηγενών υπέρ των προσφύγων έφθασεν ουχί πλέον εις τα πρόθυρα της πόλεως, αλλ’ εις αυτήν την καρδίαν της. Οικόπεδα γηγενών προσφύγων κείμενα εις την οδόν Αχαρνών απηλλοτριώθησαν υπέρ προσφύγων.
Επικρατούντος εκλογικώς του βενιζελισμού και εγκαθισταμένης της βενιζελικής δικτατορίας είναι εύκολον να φαντασθή τις τι πρόκειται να πράξη ο μέλλων Κύρκος. Θρήνος και κλαυθμός θα επακολουθήση άγριος, οικίαι και οικόπεδα δια μιας μονοκονδυλιάς θα μεταβάλλωσιν ιδιοκτήτων και ενώ οι γηγενείς οδυρόμενοι θα εξέρχωνται άστεγοι εις τας οδούς, οι πρόσφυγες θ’ αποκτώσιν αστικάς εγκαταστάσεις».
Εξ ού και η αντίθεση της ναυαρχίδας της εθνικοφροσύνης σε κάθε έμπρακτη αναγνώριση των επήλυδων ως ισότιμων πολιτών:
«Συμπονούμεν και συμπαθούμεν τους πρόσφυγας ως ανθρώπους και αδελφούς δυστυχήσαντας και παθόντας, αλλά δεν τους θέλομεν -η ‘Καθημερινή’ δηλαδή- ούτε ως ψηφοφόρους, ούτε ως εκλογείς, ούτε ως εκλεξίμους, ούτε ως πολίτας δικαιουμένους να κυβερνήσουν την Ελλάδα» (30.7.1928).
Αντίθεση που κορυφώνεται όταν, ελέω ψηφοθηρίας, αρχίζουν να σημειώνονται τα πρώτα ρήγματα στο εσωτερικό του εθνικόφρονος στρατοπέδου:
«Με έκπληξίν μας είδομεν εις τα χθεσινά φύλλα ότι το λαϊκόν κόμμα θα περιλάβη τρεις πρόσφυγας πολιτευομένους εις τον συνδυασμόν Αθηνών. Διατί θα τους περιλάβη; Επί τη βάσει ποίας ηθικής και επί τη βάσει ποίας σκοπιμότητος; [...] Αλλά είναι Ελληνες και όμαιμοι και αδελφοί. Ας είναι και αδελφοί και εξάδελφοι. Οταν αποκτήσουν συνείδησιν πολιτικήν και θέλησιν πολιτών ελευθέρων -πράγμα το οποίον δεν θα συμβή ποτέ- τότε θα δικαιούνται να θεωρούνται μεταξύ ημών, όχι μόνον ως εκλογείς αλλά και ως εκλέξιμοι. Επί του παρόντος οι πρόσφυγες δεν έχουν καμμίαν θέσιν εις τους συνδυασμούς του λαϊκού κόμματος» (19.7.1928).
Εφεδρεία του κεφαλαίου;
Πολύ διαφορετικά προβλήματα προκάλεσε η έλευση των προσφύγων στο εγχώριο εργατικό κίνημα. Οπως εύστοχα επισημαίνει ένας αριστερός ιστορικός της περιόδου, «εκείνα τα πρώτα χρόνια της εισόδου στην ελληνική κοινωνία, οι πρόσφυγες δεν ενώθηκαν, δεν ενσωματώθηκαν στην εργατική κίνηση. Δεν συντόνισαν τη δράση τους μαζί. Δεν αισθάνθηκαν κομμάτι δικό της, παρόλο που αποτελούσαν το πιο εξαθλιωμένο μέρος της». Το αποτέλεσμα ήταν πως, σε μια πρώτη φάση, «ο διαχωρισμός αυτός συνέβαλε στη διάλυση του παλαιότερου οργανωμένου εργατικού κινήματος» (Δημ. Λιβιεράτος, «Κοινωνικοί αγώνες στην Ελλάδα (1923-27)», σ.28-9).
Συχνά, οι εξαθλιωμένοι πρόσφυγες χρησιμοποιούνταν από την εργοδοσία ως απεργοσπάστες ή για να ρίξουν τα μεροκάματα. Στα πολιτικά ντοκουμέντα του ΚΚΕ, τη δεκαετία του 1928, η «συρροή προσφύγων» και η «ύπαρξη χιλιάδων προσφυγικών εργατικών χεριών» καταγράφεται συχνά ως μια από τις βασικές αιτίες -αλλά όχι η μοναδική- για τη διόγκωση της ανεργίας («Επίσημα Κείμενα», τ.Β΄, χ.τ.έ. 1964, σ.205, 216 & 574).
Τα ίδια ντοκουμέντα επισημαίνουν βέβαια ότι, όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα με τους μετανάστες, αυτή η πίεση στην αγορά εργασίας δεν προέρχεται μόνο «από τον φυσικόν ανταγωνισμόν της εργατικής δυνάμεως των προσφύγων», αλλά και από κάθε αδύναμη κοινωνική κατηγορία: «Εις ειδικήν βάρβαρον φρικτήν εκμετάλλευσιν υποβάλλονται αι γυναίκες και οι νέοι, οίτινες επειδή μένουν έξω από τας επαγγελματικάς οργανώσεις γίνονται συναγωνισταί [ενν.: ανταγωνιστές] των ηλικιωμένων ανδρών και εργατών και μεγεθύνουν το μίσος των μελών της αυτής τάξεως» (όπ.π., σ.107).
Τα προβλήματα ήταν -και τότε- οξύτατα και τα διλήμματα πραγματικά. Με τη γνώση που μας προσφέρει η χρονική απόσταση, διαπιστώνουμε πως η μεσοπολεμική Αριστερά τα έλυσε με τον καλύτερο δυνατό, για την περίσταση, τρόπο: καταπολεμώντας στην πράξη το διαχωρισμό γηγενών-προσφύγων κι οργανώνοντας μαζικά τους τελευταίους σε κομματικές οργανώσεις και συνδικάτα, έτσι ώστε ο «εφεδρικός στρατός» των αφεντικών να καταργηθεί ως τέτοιος στην πράξη.
Στοιχειώδης μαρξιστική παιδεία και (κυρίως) ταξικό ένστικτο αρκούσε (και αρκεί), άλλωστε, για να διαπιστώσει κανείς ότι, σε τελική ανάλυση, αυτό που ρίχνει τα μεροκάματα δεν είναι οι (όποιοι) «ξένοι» αλλά ο εις βάρος τους ρατσισμός...
«Ξένοι στον τόπο μας»
Για τη στάση πολλών γηγενών απέναντι στους πρόσφυγες του ’22, εξαιρετικά εύγλωττο είναι το μυθιστόρημα «Λεηλασία μιας ζωής» του μεσολογγίτη εκπαιδευτικού Αντώνη Τραυλαντώνη (1935). Εκεί περιγράφονται και οι δυο φάσεις της ξενοφοβίας που γνωρίσαμε τα τελευταία χρόνια απέναντι στους μετανάστες. Ο φόβος αρχικά απέναντι στον ξένο, απ’ τον οποίο η ανάγκη επιβίωσης έχει -υποτίθεται- αφαιρέσει κάθε αναστολή. Η δυσφορία, κατόπιν, για τη σχετική τακτοποίηση των επήλυδων και τις συνακόλουθες μεταβολές στο αστικό τοπίο.
* Οσοι δεν έζησαν το ’22, διαβάζουμε, «ας φαντασθούν ένα μεγάλο καράβι, παραφορτωμένο με επιβάτες, που πνίγεται μεσοπέλαγα, χωρίς βοήθεια, και σκορπίζεται στη θάλασσα, σκοινιά-μαδέρια. Πλήρωμα και επιβάτες πέφτουν στη θάλασσα. Με τα μάτια πεταμένα έξω, με κινήσεις σπασμωδικές, με φωνές, με θρήνους, με μουγκρητά, κυνηγούν ένα μεγάλο μαδέρι που πέρασε πλέοντας πλάγι τους.
Ολοι θέλουν να κολλήσουν επάνω όσο μπορούν σφιχτότερα με την τελευταία ελπίδα για τη ζωή, και ο καθένας, με τα χέρια, με τα πόδια, με τα δόντια, με το κεφάλι, αγωνίζεται να σπρώξη τον άλλον, να τον θυσιάση, ο δούλος τον αφέντη, ο φίλος το φίλο, ο αδερφός τον αδερφό, ο εραστής την ερωμένη του, το παιδί τον πατέρα του, η μάνα το παιδί της, για να γλυτώση τη ζωή του αυτός. Γιατί όλα τα ανθρώπινα ένστικτα, όλα τα διδάγματα του πολιτισμού, της θρησκείας, της αρετής, όλα έχουν σβυστή με μιας από μια πνοή παντοδύναμη, από το αδάμαστο, το άγριο, το σκληρό και ανήλεο ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως.
Ας φαντασθούν ακόμα σκυλιά, πλήθος σκυλιά ριγμένα σ’ ένα ξεροπήγαδο. Με λύσσα, με ουρλιάσματα, με δόντια και με νύχια, το καθένα αγωνίζεται για να σπαράξη το άλλο, για να ζήση αυτό, να παρατείνη λίγες ώρες την άθλια ζωή του, με τις σάρκες του συντρόφου του, του αδερφού του.
Τέτοια απάνω κάτω στυγερή εικόνα παρουσιάζονταν στον ταξιδιώτη από το λιμάνι ως την Ομόνοια, και σ’ όλες τις πλατείες, τα πεζοδρόμια, τους δρόμους, τα στενά, και πέρα, έξω από την πολιτεία, από τα πόδια του Υμηττού έως τα πόδια του Αιγάλεω» (σ.143-44).
Η τελευταία φράση φωτίζει το νόημα των παρομοιώσεων: ο αλληλοσπαραγμός δεν αφορά την ώρα των σφαγών ή της ομηρείας, όταν κάθε ακραία συμπεριφορά είναι πιθανή, αλλά την προσφυγιά αυτή καθ’ εαυτή. Για τον αθηναίο μικροαστό, τα «ανθρώπινα ναυάγια» της Μικρασίας που συνωστίζονται στους δημόσιους χώρους της πρωτεύουσάς «του» έχουν χάσει μια για πάντα τη σχέση τους με τον «ανθρώπινο πολιτισμό», έχοντας μετατραπεί σ’ ετοιμοθάνατα πανικόβλητα σκυλιά.
* Με τον καιρό, η απέχθεια για τους «εισβολείς» μετατρέπεται σε δυσφορία για την υποτιθέμενη «άλωση» της πόλης απ’ αυτό το «ξένο στοιχείο», καθώς τα «ναυάγια» ξαναφτιάχνουν τη ζωή τους προκαλώντας νέα άγχη στους νοσταλγούς της «μικράς πλην εντίμου» κοινωνίας που παρήλθε ανεπιστρεπτί.
Ο αφηγητής αναζητά κάποιον παλιό γνωστό του στη Νεάπολη (Εξαρχείων):
«Το σπίτι ήταν ξεκαινουργωμένο αλλά ευκολογνώριστο, στην πινακίδα όμως εδιάβασα κάποιο άγνωστό μου όνομα, κάτι ...όγλου. Και στη θέση του καπνοπωλείου, αλλά με έκταση μεγαλύτερη, βρίσκονταν ένα ζαχαροπλαστείο, όπου μου φάνηκε ότι άκουσα όλες τις γλώσσες του κόσμου εκτός από τα ρωμέικα. Κατάλαβα ότι και ο διευθυντής και η πελατεία ήταν πρόσφυγες, που είχαν αρχίσει από τότε να νοικοκυρεύονται.
Με κοίταζαν με δυσπιστία και κάποιο μίσος, η ανάγκη όμως μ’ έκανε να πλησιάσω στον πάγκο και να ρωτήσω για το νοικοκύρη του σπιτιού». Ο ερωτώμενος όμως «δεν ήξερε τίποτε, δεν είχε καν ακούσει το όνομα και με τον τρόπο του μούλεγε να τον ξεφορτώνωμαι» (σ.161).
Δεν πρόκειται για μεμονωμένο περιστατικό. Η ίδια σκηνή της «κυριαρχίας» των «άλλων» στην πρωτεύουσα επιβεβαιώνεται ξανά παρακάτω, με αφορμή μιαν ακόμη αναζήτηση:
«Τα πλατειά ρολά και οι πλούσιες βιτρίνες ήταν εκεί, εκεί ψηλά ήταν και η μεγάλη πινακίδα, πουθενά όμως ο Αλέξανδρος και η Αννα Κομπολογά, στη θέση τους ο “Ζαχαρίας ...όγλου”.
Αυτή η ογλοκρατία (με συγχωρείτε για την κρυάδα) που έμελλε σε λίγο να κυριαρχήση στην Αθήνα μας, είχε αρχίσει από τότε, καθώς φαίνεται. Οι μπανκανότες [χαρτονομίσματα] είχαν κάμει το θάμα τους και στο κατάστημα του κυρ-Αλέκου» (σ.196).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου