Ένα παράξενο πράγμα: σήμερα τα κεραμίδια στάζουν. Και τα λιγνά δέντρα στο Καπανδρίτι, κάτι έχουν σήμερα. Η Ρηνιώ, η Ήρα, ο Στόρμι και η Άργη: ένας κόσμος ολόκληρος που κάτι του λείπει. Ένα χρόνο μετά, ο Χρόνης Μίσσιος χαμογελάει από' κει πάνω, στο βρεγμένο πέρα του ουρανού, χωρίς να του το ζητάει, κανένας, επιμόνως.
Παραδομένος στην μέγγενη της καθημερινότητας, ο θάνατός του, ακριβώς πριν από ένα χρόνο, περιορίζεται πλέον στις στήλες του «Σαν σήμερα». Σαν μια φευγαλέα ριπή θύμησης που περνάει και χάνεται. Κι όμως, είναι εδώ ο Χρόνης Μίσσιος: στις βιβλιοθήκες, στην τυπωμένη σελίδα, στην επώδυνη διήγηση της κάθε μέρας. Άλλωστε και ο ίδιος έλεγε «όλο κοιτάμε το ρολόι! Να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, και πάλι φτου κι απ' την αρχή». Το βιολογικό ρολόι σταμάτησε, οι λεπτοδείκτες έδειξαν: 20 Νοεμβρίου 2012.
Έπρεπε να φτάσει στα 82 του για να τον νικήσει κάποιος. Δεν το κατάφεραν οι βασανιστές του, δεν τον λύγισαν οι εξορίες σε Αϊ – Στράτη και Μακρόνησο, δεν τον συνέθλιψε ακόμα και η πικρή παραδοχή του «δεν κατάφερα να αλλάξω το σύστημα». Εμείς τον λέμε θάνατο, εκείνος τον είχε ονομάσει «μετάβαση». Μετέβη, λοιπόν, ο Χρόνης Μίσσιος, δεν πέθανε. Ο καρκίνος που του επιτέθηκε, ήταν απλώς ένα σύμπτωμα.
Τα πραγματολογικά στοιχεία του βίου του είναι γνωστά και δεδομένα: γεννήθηκε στην Καβάλα από γονείς καπνεργάτες. Τα οικονομικά της οικογένειας δεν έβγαιναν για να τελειώσει καν το Δημοτικό. Γράμματα έμαθε στην εξορία, γι' αυτό και η λογοτεχνική γλώσσα του είναι ένα τραχύ αμάλγαμα προφορικότητας, αυτοβιογραφίας, έντονου ανθρωπισμού, αλλά και συνεχούς μάχης για το ακατόρθωτο.
Στο ενδιάμεσο: Κατοχή, διωγμοί, φυλάκιση, βασανισμοί, η αναμονή (για εννιά μήνες) να εκτελεστεί, συμμετοχή στη νεολαία Λαμπράκη, στο ΠΑΜ, γραμματέας στην Δ.Ν. Λαμπράκη, η χούντα των συνταγματαρχών και πάλι εξορία μέχρι τον Αύγουστο του 1973 (αμνηστία Παπαδόπουλου).
Η παραδοσιακή Αριστερά, κραδαίνοντας την... ορθόδοξη ερμηνεία της ιδεολογίας, τον αρνήθηκε. Η «ανανεωτική» είδε στο πρόσωπό του, τον άνθρωπο που μέσα από τις κοινωνικοπολιτικές ρωγμές, προσπάθησε με τις λέξεις του, να φυτρώσει ένα μικρό λουλούδι ελπίδας. Τα βιβλία του έγιναν σύνθημα στους τοίχους, τα λόγια του απέκτησαν μια τρέχουσα φόρμα. Καίτοι αποτραβηγμένος για χρόνια, στο κτήμα του στο Καπανδρίτι, η παρουσία του ήταν κάτι παραπάνω από έντονη. Άλλωστε, οι αληθινοί συγγραφείς δεν υπάρχουν (μόνο) μέσω του υλικού τους περιγράμματος, αλλά διατρέχουν συνεχώς τον άυλο κόσμο των ιδεών.
Τα βιβλία του είναι πολυδιαβασμένα: Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς (1985), Χαμογέλα, ρε... τι σου ζητάνε (1988), Τα κεραμίδια στάζουν (1991), Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι (1996), Ντομάτα με γεύση μπανάνας (2001). Περισσότερο, όμως, μένει η αίσθηση ενός ανθρώπου που δεν εξαργύρωσε τον αγώνα του, που δεν οικειοποιήθηκε κομματικές δομές, που δεν αποζήτησε τη φτηνή διαφήμιση. «Κοσμοκαλόγερο» τον χαρακτήριζαν, γι' αυτό και σήμερα δεν έχει... παράτες για το μνημόσυνό του. Λίγοι θα τον θυμηθούν, ελάχιστοι θα αναλογιστούν το βάρος της απουσίας του.
Τον θυμήθηκε, όμως, η βροχή. Δείτε τα κεραμίδια που στάζουν, θα καταλάβετε..
Παραδομένος στην μέγγενη της καθημερινότητας, ο θάνατός του, ακριβώς πριν από ένα χρόνο, περιορίζεται πλέον στις στήλες του «Σαν σήμερα». Σαν μια φευγαλέα ριπή θύμησης που περνάει και χάνεται. Κι όμως, είναι εδώ ο Χρόνης Μίσσιος: στις βιβλιοθήκες, στην τυπωμένη σελίδα, στην επώδυνη διήγηση της κάθε μέρας. Άλλωστε και ο ίδιος έλεγε «όλο κοιτάμε το ρολόι! Να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, και πάλι φτου κι απ' την αρχή». Το βιολογικό ρολόι σταμάτησε, οι λεπτοδείκτες έδειξαν: 20 Νοεμβρίου 2012.
Έπρεπε να φτάσει στα 82 του για να τον νικήσει κάποιος. Δεν το κατάφεραν οι βασανιστές του, δεν τον λύγισαν οι εξορίες σε Αϊ – Στράτη και Μακρόνησο, δεν τον συνέθλιψε ακόμα και η πικρή παραδοχή του «δεν κατάφερα να αλλάξω το σύστημα». Εμείς τον λέμε θάνατο, εκείνος τον είχε ονομάσει «μετάβαση». Μετέβη, λοιπόν, ο Χρόνης Μίσσιος, δεν πέθανε. Ο καρκίνος που του επιτέθηκε, ήταν απλώς ένα σύμπτωμα.
Τα πραγματολογικά στοιχεία του βίου του είναι γνωστά και δεδομένα: γεννήθηκε στην Καβάλα από γονείς καπνεργάτες. Τα οικονομικά της οικογένειας δεν έβγαιναν για να τελειώσει καν το Δημοτικό. Γράμματα έμαθε στην εξορία, γι' αυτό και η λογοτεχνική γλώσσα του είναι ένα τραχύ αμάλγαμα προφορικότητας, αυτοβιογραφίας, έντονου ανθρωπισμού, αλλά και συνεχούς μάχης για το ακατόρθωτο.
Στο ενδιάμεσο: Κατοχή, διωγμοί, φυλάκιση, βασανισμοί, η αναμονή (για εννιά μήνες) να εκτελεστεί, συμμετοχή στη νεολαία Λαμπράκη, στο ΠΑΜ, γραμματέας στην Δ.Ν. Λαμπράκη, η χούντα των συνταγματαρχών και πάλι εξορία μέχρι τον Αύγουστο του 1973 (αμνηστία Παπαδόπουλου).
Η παραδοσιακή Αριστερά, κραδαίνοντας την... ορθόδοξη ερμηνεία της ιδεολογίας, τον αρνήθηκε. Η «ανανεωτική» είδε στο πρόσωπό του, τον άνθρωπο που μέσα από τις κοινωνικοπολιτικές ρωγμές, προσπάθησε με τις λέξεις του, να φυτρώσει ένα μικρό λουλούδι ελπίδας. Τα βιβλία του έγιναν σύνθημα στους τοίχους, τα λόγια του απέκτησαν μια τρέχουσα φόρμα. Καίτοι αποτραβηγμένος για χρόνια, στο κτήμα του στο Καπανδρίτι, η παρουσία του ήταν κάτι παραπάνω από έντονη. Άλλωστε, οι αληθινοί συγγραφείς δεν υπάρχουν (μόνο) μέσω του υλικού τους περιγράμματος, αλλά διατρέχουν συνεχώς τον άυλο κόσμο των ιδεών.
Τα βιβλία του είναι πολυδιαβασμένα: Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς (1985), Χαμογέλα, ρε... τι σου ζητάνε (1988), Τα κεραμίδια στάζουν (1991), Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι (1996), Ντομάτα με γεύση μπανάνας (2001). Περισσότερο, όμως, μένει η αίσθηση ενός ανθρώπου που δεν εξαργύρωσε τον αγώνα του, που δεν οικειοποιήθηκε κομματικές δομές, που δεν αποζήτησε τη φτηνή διαφήμιση. «Κοσμοκαλόγερο» τον χαρακτήριζαν, γι' αυτό και σήμερα δεν έχει... παράτες για το μνημόσυνό του. Λίγοι θα τον θυμηθούν, ελάχιστοι θα αναλογιστούν το βάρος της απουσίας του.
Τον θυμήθηκε, όμως, η βροχή. Δείτε τα κεραμίδια που στάζουν, θα καταλάβετε..
Πηγή: Χαμογέλα, Χρόνη... κι ας έφυγες νωρίς -Ενας χρόνος από το θάνατό του | iefimerida.grhttp://www.iefimerida.gr/node/131319#ixzz2lDAHHvC5
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου